- πυγμή
- η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Ατο άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιάνεοελλ.ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων»)αρχ.1. η πυγμαχία2. πάλη, αγώνας3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την αρχή τών δακτύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ].
Dictionary of Greek. 2013.